σίμβλος

σίμβλος
ὁ, και σίμβλον, τὸ, Α
1. η κυψέλη, το κοφίνι τού μελισσιού (α. «ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους», Ησίοδ.
β. «διὸ καὶ εἰς σίμβλου τότε ἐξαιρετέον τὸν κηρόν», Αριστοτ.)
2. φρ. «σίμβλος χρημάτων»
μτφ. χρηματικά αποθέματα, κομπόδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. σίμβλος ανήκει στο προελλ. γλωσσικό υπόστρωμα και αποτελεί πιθ. πελασγικό τ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σίμβλος — beehive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίμβλοι — σίμβλος beehive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίμβλοιο — σίμβλος beehive masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίμβλοις — σίμβλος beehive masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίμβλοισι — σίμβλος beehive masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίμβλον — σίμβλος beehive masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίμβλου — σίμβλος beehive masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίμβλους — σίμβλος beehive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίμβλων — σίμβλος beehive masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίμβλῳ — σίμβλος beehive masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”